ογδοντάρης

ογδοντάρης
και ογδοηντάρης, θηλ. -άρα, -ικο [ογδόντα]
αυτός που έχει ηλικία 80 ετών, ογδοηκοντούτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ογδοντάρης, -α, -ικο — 1. ο ογδόντα χρόνων: Ο πατέρας μου πέθανε ογδοντάρης. – Η γιαγιά είναι ογδοντάρα. 2. το ουδ., ογδοντάρικο σημαίνει συνήθ. χωρητικότητα, βάρος: Έχω μαζί μου δυο ογδοντάρικα σακιά για το σιτάρι. – Τα δέματα είναι ογδοντάρικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… …   Dictionary of Greek

  • ογδοηντάρης — ο, θηλ. α, ουδ. ικο βλ. ογδοντάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”